Η πλειονότητα των κυστικών βλαβών του τραχήλου είναι καλοήθεις (βραγχιακές κύστεις, δερμοειδείς κύστεις, τερατώματα, επιδερμοειδείς κύστεις, κυστικά υγρώματα κλπ). Εντούτοις, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να αποτελούν πιθανή κλινική εκδήλωση θηλώδους καρκίνου θυρεοειδούς (PTC, papillary thyroid cancer), που είναι η συνηθέστερη μορφή καρκίνου του θυρεοειδούς. Στην περίπτωση αυτή, η κυστική βλάβη αντιστοιχεί σε έναν μεταστατικά διηθημένο λεμφαδένα του τραχήλου που έχει υποστεί κυστική εκφύλιση με υγροποίηση του περιεχομένου του. Το φαινόμενο αυτό είναι αρκετά συνηθισμένο στις λεμφαδενικές μεταστάσεις του PTC, καθώς στο 40 % των περιπτώσεων (εύρος διακύμανσης στη βιβλιογραφία, 20 – 50 %) οι λεμφαδενικές μεταστάσεις παρουσιάζουν αυτή την κυστική εκφύλιση και μπορεί να εμφανιστούν σαν απλές (καλοήθεις) κυστικές βλάβες του θυρεοειδούς. Αυτό δεν είναι πρόβλημα όταν συνυπάρχει και ένας όζος θυρεοειδούς με ύποπτους χαρακτήρες στο υπερηχογράφημα. Στην περίπτωση αυτή η διάγνωση του PTC μπορεί να τεθεί εύκολα με την βοήθεια της κατευθυνόμενης με υπερήχους παρακέντησης με λεπτή βελόνη (Ultrasound-guided Fine-Needle Aspiration [FNA] cytology). Εντούτοις, σε ένα μικρό αλλά σημαντικό ποσοστό ασθενών, μία κυστικά εκφυλισμένη λεμφαδενική μετάσταση μπορεί να αποτελεί την μόνη αρχική εκδήλωση ενός καρκίνου θυρεοειδούς που είναι τόσο μικρός ώστε δεν απεικονίζεται στον απεικονιστικό έλεγχο (υπερηχογράφημα) (ο καρκίνος αυτός περιγράφεται σαν ‘κρύφιος’ ή ‘λανθάνων’ καρκίνος θυρεοειδούς). Σπανιότερα, μία τέτοιου είδους ‘κυστική βλάβη’ μπορεί να οφείλεται σε κυστική εκφύλιση έκτοπου θυρεοειδικού ιστού. Κυστική εκφύλιση μπορεί επίσης να παρατηρηθεί σε ένα πολύ μικρό ποσοστό ενδοθυρεοειδικών PTCs (5 %), αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για αμιγώς κυστική, αλλά για μικτού τύπου βλάβη (συνυπάρχει δηλαδή και συμπαγές συστατικό).
Τα παραπάνω δεδομένα υπογραμμίζουν την ανάγκη να περιλαμβάνεται ΚΑΙ Ο ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ στη διαφορική διάγνωση των κυστικών βλαβών του τραχήλου. Και στην περίπτωση αυτή ιδιαίτερη διαγνωστική βοήθεια προσφέρει η κατευθυνόμενη με υπερήχους FNA. To υλικό που λαμβάνεται αποστέλλεται για μέτρηση θυρεοσφαιρίνης (Tg, thyroglobulin) και για κυτταρολογική εξέταση. Ανιχνεύσιμα ή αυξημένα επίπεδα Tg στο υλικό της παρακέντησης θέτουν τη διάγνωση του PTC. Η κυτταρολογική εξέταση, αντίθετα, είναι συνηθέστατα μη διαγνωστική (ψευδώς αρνητική), καθώς συχνά δεν υπάρχουν κύτταρα στο υγρό της παρακέντησης.
Τα παραπάνω έχουν ιδιαίτερη σημασία προκειμένου να μην διαφύγει της προσοχής ένας εξαιρετικά ιάσιμος καρκίνος, όπως είναι το θηλώδες καρκίνωμα του θυρεοειδούς (PTC).
top of page
Αναζήτηση
bottom of page
Comments